λειτούργιον

λειτούργιον
λειτούργιον, τὸ (Α) [λειτουργός]
συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”